- πρόσυλος
- πρόσυλοςconjoinedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόσυλος — ον, ΜΑ 1. αυτός που είναι προσκολλημένος στην ύλη, που είναι συνενωμένος με την ύλη 2. (κατ επέκτ.) υλικός. επίρρ... προσύλως Α κατά τρόπο υλικό («τῶν ποιητῶν προσύλως καὶ ἐμπαθῶς ἐναπομενόντων», Δίον. Αρεοπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + υλος (<… … Dictionary of Greek
προσύλως — πρόσυλος conjoined adverbial πρόσυλος conjoined masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσυλον — πρόσυλος conjoined masc/fem acc sg πρόσυλος conjoined neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσύλοις — πρόσυλος conjoined masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσύλου — πρόσυλος conjoined masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσύλους — πρόσυλος conjoined masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσύλων — πρόσυλος conjoined masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσυλα — πρόσυλος conjoined neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσυλοι — πρόσυλος conjoined masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσυλώδης — ες, Α [πρόσυλος] ο πρόσυλος* … Dictionary of Greek